Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔχεις τι

  • 1 ты

    ты (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе) (ε)σύ; у тебя есть (нет)... έχεις (δεν έχεις)...· для тебя για σένα; это тебе? είναι για σένα; это принадлежит тебе αυτό σου ανήκει; я видел тебя в театре σε είδα στο θέατρο; я доволен тобой είμαι ευχαριστημένος από σένα; я пойду с тобой θα ρθω μαζί σου; мы говорили о тебе για σένα μιλούσαμε
    * * *
    (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе)

    у тебя́ е́сть (нет)... — έχεις (δεν έχεις)…

    для тебя́ — για σένα

    э́то тебе́? — είναι για σένα

    э́то принадлежи́т тебе́ — αυτό σου ανήκει

    я ви́дел тебя́ в теа́тре — σε είδα στο θέατρο

    я дово́лен тобо́й — είμαι ευχαριστημένος από σένα

    я пойду́ с тобо́й — θα ρθω μαζί σου

    мы говори́ли о тебе́ — για σένα μιλούσαμε

    Русско-греческий словарь > ты

  • 2 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 бывать

    быва||ть
    несов
    1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:
    \быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;
    2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):
    \быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;
    3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;
    4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:
    я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;
    5. (в знач. связки) είμαι:
    \быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ.

    Русско-новогреческий словарь > бывать

  • 5 везение

    везение
    с разг ἡ τύχη, τό νά ἐχεις τύχη, τό γούρι.

    Русско-новогреческий словарь > везение

  • 6 малонадежный

    малонадежный
    прил (о человеке) ἀναξιόπιστος, πού δέν μπορείς νά του ἐχεις ἐμπιστοσύνη.

    Русско-новогреческий словарь > малонадежный

  • 7 нельзя

    нельзя
    предик безл
    1. (невозможно) δέν γίνεται, δέν κάνει νά...:
    никогда \нельзя знать (заранее) ποτέ δέν μπορεί κανείς νά ξέρει· \нельзя ли вызвать врача? δέν γίνεται νά φωνάξουμε γιατρό;· \нельзя не признать πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε· с э́тим \нельзя не согласиться μ' ἀδτό εἶναι ἀδύνατο νἄ μή συμφωνήσει κανείς·
    2. (воспрещается, не следует) δέν ἐπιτρέπεται, ἀπαγορεύεται, δέν κάνει:
    здесь курить \нельзя «>ῶ ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· ему́ \нельзя Доверять δέν εἶναι ἀνθρωπος νά τοῦ ἔχεις ἐμπιστοσύνη· ◊ как \нельзя лу́чше θαυμάσια, ὑπέροχα· как \нельзя более кстати ἀκριβώς τήν ὠρα πού χρειάζονταν.

    Русско-новогреческий словарь > нельзя

  • 8 нет!

    нет||!
    ἔ, ὄχι!, ἔ, ὄχι δά!· право же \нет! ὄχι μά τήν ἀλήθεια·
    2. частица усил. разг (обычно не переводится):
    \нет!, ты только посмотри́, что за прелесть! γιά κύταξε τί ἀριστούργημα!·
    3. безл (не имеется) δέν ὑπάρχει, δέν ἔχω:
    \нет! писем δέν ὑπάρχουν γράμματα· \нет! сомнения δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία· у него́ \нет! средств δέν ἔχει τά μέσα· у меня \нет! времени δέν ἔχω καιρό· \нет! ничего удивительного τίποτε τό περίεργον чего́ там только \нет! καί τί δέν ἔχει·
    4. безл (об отсутствии определенных лиц) перев. личн. формами δέν είμαι:
    их \нет! в саду δέν εἶναι στον κήπο· его \нет! αὐτός ἀπουσιάζει, δέν εἶναι ἐδῶ· сестры \нет! дома ἡ ἀδελφή δέν εἶναι στό σπίτι· там никого \нет! δέν ὑπάρχει κανείς ἐκεϊ· его \нет! больше (он умер) αὐτός δέν ὑπάρχει πλέον, (ἀ)πέθανε· ◊ она \нет! да и напишет ποῦ καί ποῦ γράφει· \нет! как \нет! ἄφαντος ἐγινε· свести на \нет! ἐκμηδενίζω· на \нет! и суда \нет! погов. ἀφοῦ δέν ἔχεις τί νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > нет!

  • 9 падать

    пада||ть
    несов
    1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):
    \падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·
    2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:
    ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν
    3. (приходиться) πέφτω:
    все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·
    4. (выпадать) πέφτω:
    волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·
    5. (понижаться) πέφτω:
    температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν
    6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ.

    Русско-новогреческий словарь > падать

  • 10 поди

    поди
    I, подите повел, накл. от пойти́.
    поди́ II
    разг
    1. вводн. сл. (вероятно) σίγουρα, ἀσφαλῶς, βέβαια:
    ты, \поди, работу уже сделал? ἐσύ σίγουρα θά ἐχεις τελειώσει τήν δουλειά;·
    2. частица (попробуй) δοκίμασε, τρέχα:
    поди́-ка уговори́ его́ δοκίμασε λοιπόν νά τόν πείσεις.

    Русско-новогреческий словарь > поди

  • 11 пожалуй

    пожалуй
    вводн. сл. μάλλον, μπορεί νά:
    \пожалуй, ты прав μᾶλλον Εχεις δίκηο· я, \пожалуй, приду́ ἐγώ μάλλον θά ἐρθω.

    Русско-новогреческий словарь > пожалуй

  • 12 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 13 предположить

    предполож||и́ть
    сов см. предполагать· предположим, что ты прав ἄς ὑποθέσουμε[ν] δτι ἐχεις δίκαιο.

    Русско-новогреческий словарь > предположить

  • 14 ты

    ты
    (тебя, тебе, тобой) мест. личн. ἐσύ, σύ:
    это ты виноват ἐσύ φταις· ты сам ἐσύ ὁ ίδιος· как тебя зову́т? πως σέ λενε;· тебе это нравится? αὐτό σοῦ ἀρέσει;· я пойду́ с тобой θά πάω μαζί σου· что с тобой? τί ἐχεις;, τί Επαθες;· тобой довольны εἶναι εὐχαριστημένοι μέ σένα· о тебе сегодня говорили γιά σένα σήμερα ἔγινε λόγος· ◊ быть с кем-л. на „ты· μιλώ μέ κάποιον στον ἐνικό.

    Русско-новогреческий словарь > ты

  • 15 убыть

    убыть
    сов см. убывать· ◊ тебя от этого не убу́дет δέν Εχεις νά πάθεις τίποτε ἀπ' αὐτό.

    Русско-новогреческий словарь > убыть

  • 16 буду

    будешь, будет, будем, будете, будут.
    1. μελ. του ρ. быть.
    2. (απλ.)•, χρησιμοποιείται με σημ. ενστ. ты сам от куда будешь? εσύ από που είσαι;
    3. γ’ ενκ. προσ. -ет είναι, είσαι., έχει, έχεις•

    сколько, дедушка, тебе лет? сто -ет? πόσα χρόνια είσαι παππού; Εκατό τάχεις;

    4. γ’ ενκ. προσ.-ет αρκετά, αρκεί, φτάνει•

    -ет, не плачь φτάνει, μην κλαις.

    εκφρ.
    (я) не я буду – κόβω το κεφάλι μου (είμαι απόλυτα πεπεισμένος).

    Большой русско-греческий словарь > буду

  • 17 впереди

    επίρ.
    1. μπροστά, έμπροσθεν•

    впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.

    2. στο μέλλον•

    у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.

    3. επικεφαλής•

    он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).

    εκφρ.
    быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > впереди

  • 18 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 19 детский

    επ.
    1. παιδικός•

    -ие болезни παιδικές αρρώστειες•

    -ие игры παιδικά παιγνίδια•

    -ая литература παιδική λογοτεχνία•

    -ие шалости παιδικές αταξίες•

    -ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•

    -ая смертность παιδική θνησιμότητα•

    -ая психология η ψυχολογία του παιδιού.

    2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•

    -ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•

    детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.

    εκφρ.
    городок – παιδούπολη•
    детский дом – παιδικό οικοτροφείο•
    - ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•
    детский садβλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•
    - ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης.

    Большой русско-греческий словарь > детский

  • 20 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

См. также в других словарях:

  • ἔχεις — ἔχις viper masc nom/voc pl (attic epic) ἔχις viper masc nom/acc pl (attic) ἔχω check pres ind act 2nd sg χάω imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) χέω diffuse completely imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰ μὴ ἔχεις γέροντα, δὸς καὶ ἀγόρασον. — См. Есть старый убил бы его, нет старого купил бы его …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τύχην ἔχεις, κάθευδε, μὴ λίαν πόνει. — См. Со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἅχεις — ἔχεις , ἔχις viper masc nom/voc pl (attic epic) ἔχεισ , ἔχισ viper masc nom/acc pl (attic) ἔχεισ , ἔχω check pres ind act 2nd sg ἄ̱χεισ , ἠχέω sound imperf ind act 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἔχεισ , χάω imperf ind act 2nd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …   Wikipedia

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь — Со счастьем хорошо и по грибы ходить. Ср. Со счастьем хорошо и по грибы ходить. Эту пословицу я слыхал, употребляемую и в обратном содержании: без счастья и по грибы нечего ходить. Аксаков. Рассказы и воспоминания охотника. Ср. Αν εχης τύχην, τί… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Со счастьем на клад набредешь, без счастья и гриба не найдешь — Со счастьемъ на кладъ набредешь, безъ счастья и гриба не найдешь. Со счастьемъ хорошо и по грибы ходить. Ср. Со счастьемъ хорошо и по грибы ходить. Эту пословицу я слыхалъ, употребляемую и въ обратномъ содержаніи: безъ счастья и по грибы нечего… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Got Talent — Location of different franchises of Got Talent   Own version …   Wikipedia

  • γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»